εσερίνη

εσερίνη
η
αλκαλοειδές με παρασυμπαθητικομιμητικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία τού γλαυκώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. eserine < eser-, που προήλθε από εγχώρια ονομασία τής Αφρικής + -in].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εσερικός — ή, ό [εσερίνη] (για φάρμακα) αυτός που περιέχει εσερίνη …   Dictionary of Greek

  • φυσοστιγμίνη — η, Ν (βιοχ.) άλλη ονομασία τού αλκαλοειδούς εσερίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. physostigmine] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”